- εξιλαστήριος
- ος , ον , εξιλαστήριος τκός, η ό[ν] умилостивительный; искупительный;
εξιλαστικό Θύμα — умилостивительная жертва
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιλαστικό Θύμα — умилостивительная жертва
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιλαστήριος — εξιλαστήριος, α, ο και εξιλαστικός, ή, ό που γίνεται για εξιλασμό, εξιλεωτικός, εξευμενιστικός: Εξιλαστήριο θύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξιλαστήριος — α, ο (AM ἐξιλαστήριος, ον) αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί») νεοελλ. φρ. «εξιλαστήριο θύμα» κάποιος τελείως ή σχεδόν αθώος, ο οποίος τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την οργή τών πολλών ή τών ισχυρών, χωρίς να … Dictionary of Greek
ἐξιλαστήρια — ἐξιλαστήριος propitiatory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
εξαγνιστήριος — α, ο αυτός με τον οποίο γίνεται ο εξαγνισμός, εξιλαστήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
εξακεστήριος — ἐξακεστήριος, α, ον (Α) [εξακούμαι] 1. αυτός που γιατρεύει το κακό 2. εξιλαστήριος («ἐξακεστηρίοις θυσίαις») … Dictionary of Greek
εξιλαστικός — ή, ό (Α ἐξιλαστικός, ή, όν) [εξίλασις] εξιλαστήριος … Dictionary of Greek
ευαρεστήριος — εὐαρεστήριος, ον (Α) [ευάρεστος] 1. εξευμενιστικός, εξιλαστήριος 2. φρ. «εὐαρεστήριοι θυσίαι» οι θυσίες που τελούνται προς ευαρέστηση τού θεού (Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
ιλαστήριος — α, ο (ΑΜ ἱλαστήριος, ον θηλ. και ία) [ιλάσκομαι] 1. εξιλαστήριος, εξιλαστικός, εξευμενιστικός 2. το ουδ. ως ουσ. ιλαστήριο(ν) (ενν. ανάθημα) κάτι που προσφέρεται προς εξιλέωση, μέσο εξιλασμού αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱλαστήριον το κάλυμμα τής… … Dictionary of Greek
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek
εξιλαστικός — ή, ό εξιλαστήριος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)